Δευτέρα 14 Απριλίου 2008

Μια αγαπημένη έννοια

ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ :
ΜΙΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Μερικές σκέψεις γενικού χαρακτήρα

" Όπως οι οικονομολόγοι, έτσι και οι μελετητές της οικονομικής γεωγραφίας ενδιαφέρθηκαν αρκετές φορές για τα οικονομικά συστήματα. Ένα οικονομικό σύστημα στην ουσία, είναι μια οργανωμένη δομή μέσω της οποίας ο άνθρωπος, ανάλογα με τις ανάγκες του, προσπαθεί να διανείμει, σε ικανοποιητικό βαθμό, λιγοστά μέσα μεταξύ εναλλακτικών χρήσεων.
Οι βασικές δραστηριότητες των οικονομικών συστημάτων κατηγοριοποιούνται σε τρεις γενικές ομάδες : παραγωγή, κατανάλωση και ανταλλαγή. Με μια πρώτη προσέγγιση μπορούμε να πούμε ότι η δύναμη που θέτει σε κίνηση αυτές τις δραστηριότητες είναι η συνολική ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών από την πλευρά των ατόμων, των ομάδων ή των κοινωνιών. Όλοι οι συμβιβασμοί των οικονομικών υποθέσεων έλκουν την καταγωγή τους από την ανάγκη ικανοποίησης αυτής της ζήτησης. Ωστόσο, με λιγοστά μέσα και μια κλίμακα εναλλακτικών χρήσεων δυνητικά απεριόριστη, θα πρέπει να υπάρχει ένας μηχανισμός που αποφασίζει ποια αγαθά και υπηρεσίες μπορούν να διατεθούν, μέσω ποιας δραστηριότητας και σε ποιον καταναλωτή. Στα οικονομικά συστήματα με τα οποία θ’ ασχοληθούμε στη συνέχεια, αυτός “ ο μηχανισμός ελέγχου ” είναι η αγορά και οι μεταβλητές – κλειδιά που την επηρεάζουν είναι η ζήτηση, η προσφορά και η τιμή.
Η διαφορά του γεωγράφου - οικονομολόγου από τον οικονομολόγο είναι ότι η προσφορά και η ζήτηση, οι ρυθμιστές του οικονομικού συστήματος, έχουν μια χωρική παράμετρο. Κάθε αγαθό, γενικά, προσφέρεται και ζητείται σε διαφορετικά μέρη. Η επαφή μεταξύ της ζήτησης και της προσφοράς η οποία πρέπει να επέλθει προκειμένου να πραγματοποιηθεί η κατανάλωση, επηρεάζεται συνεπώς και από την απόσταση.
Αυτό εμφανίζεται καθαρά στην περίπτωση των προϊόντων που βασίζονται σε φυσικά χωροθετημένες πηγές, μακριά από τα βιομηχανικά κέντρα που τις εκμεταλλεύονται, αλλά ισχύει γενικά για το μεγαλύτερο μέρος των αγαθών και των υπηρεσιών. Όλες οι οικονομικές δραστηριότητες χρησιμοποιούν τον χώρο, είτε καλύπτοντας χιλιάδες εκτάρια εκτάσεων καλλιέργειας σιταριού στο Midwest είτε μια μικρή σοφίτα στο κέντρο του Μανχάταν φτιάχνοντας ρούχα. Ανάλογα, ο τελικός καταναλωτής – το κάθε άτομο ή η οικογένεια – έχει ανάγκη τον χώρο στον οποίο ζει. Η ανταλλαγή αγαθών κι υπηρεσιών μεταξύ αυτών που νέμονται τον χώρο, απαιτεί ορισμένες μορφές κίνησης επί της γήινης επιφάνειας και σ’ αυτήν την διαδικασία θα χρησιμοποιηθούν μέσα όπως το χρήμα, ο χρόνος, η φυσική ενέργεια, με σκοπό την διάθεση αγαθών στον καταναλωτή και κερδών στον παραγωγό.
Συνεπώς, ένα οικονομικό σύστημα έχει μια χωρική διάσταση κι αυτή είναι μια έννοια πρωταρχικής σημασίας για τον γεωγράφο – οικονομολόγο. Όπως παρατηρεί ο Berry (1964), η γεωγραφική άποψη είναι μια χωρική άποψη… οι έννοιες και οι διαδικασίες για τον γεωγράφο αναφέρονται σε χωρικές περιπτώσεις και διανομές, στην χωρική ολοκλήρωση , στην χωρική αλληλεπίδραση και οργάνωση καθώς και στις χωρικές διαδικασίες. Είναι η χωρική άποψη που διακρίνει την οικονομική γεωγραφία σαν αυτόνομο πεδίο μελέτης από την οικονομία. Ακόμα κι αν οι δύο ενδιαφέρονται για την μελέτη του ίδιου συστήματος, η οικονομία παραμένει, στο σύνολό της, σχετικά ξένη ως προς την θεώρηση του χώρου ως μεταβλητής. Βέβαια, όπως συμβαίνει σε όλες τις επιστήμες, υπάρχει μια σημαντική επικάλυψη των ορίων της κάθε μιας. Όχι μόνο αρκετοί οικονομολόγοι ενδιαφέρθηκαν σαφώς για την εγκατάσταση και τον χώρο αλλά, όπως αποδεικνύει μεταξύ άλλων το βιβλίο αυτό, αρκετές από τις πρώτες και πιο σημαντικές συνεισφορές για την κατανόηση των χωρικών διαστάσεων των οικονομικών συστημάτων παράχθηκαν από οικονομολόγους περισσότερο παρά από γεωγράφους.
Ένα οικονομικό σύστημα είναι μόνο ένα από τα πολλά κοινωνικά συστήματα - υπάρχουν π.χ. τα πολιτικά, θρησκευτικά ή τα πολιτιστικά συστήματα – και ως τέτοιο είναι “ στενά συνδεδεμένο στα ήθη, τις αντιλήψεις, τις πεποιθήσεις, τα κίνητρα, τις συνήθειες και τις προσδοκίες των ανθρώπων” ( Katz & Khan, 1966 ). Σε τελική ανάλυση, η χωρική διαμόρφωση των δραστηριοτήτων ενός οικονομικού συστήματος είναι το τελικό προϊόν ενός πλήθους ανθρώπινων αποφάσεων. Φαίνεται λοιπόν πολύ καθαρά ότι η οικονομική γεωγραφία είναι στην ουσία μια επιστήμη της συμπεριφοράς.
Σαν επιστήμη της συμπεριφοράς που συνδέεται με την χωρική διάσταση των οικονομικών συστημάτων, η οικονομική γεωγραφία ενδιαφέρεται για την κατασκευή γενικών αρχών και θεωριών που εξηγούν την λειτουργία του οικονομικού συστήματος στον χώρο. Το πεδίο μελέτης της είναι λοιπόν νομοθετικό παρά ιδιογραφικό, παρόλο που αυτό δεν της αναγνωρίστηκε από την αρχή. Για μια μακρά περίοδο της ιστορίας της, η οικονομική γεωγραφία ενδιαφέρθηκε περισσότερο για την εφεύρεση των χωρικο – οικονομικών γεγονότων παρά για την κατασκευή γενικεύσεων που αφορούσαν τα γεγονότα αυτά και τις αντίστοιχες συνδέσεις τους. Αυτός ο τρόπος να βλέπει τα γεωγραφικά φαινόμενα σαν μοναδικές οντότητες, δημιούργησε ένα ορισμένο κριτικό πνεύμα, όπως π.χ. στον Ballabon που πρότεινε ότι η οικονομική γεωγραφία θα είχε ανάγκη από “ μια μεγαλύτερη αυστηρότητα στον ορισμό των εννοιών, ακρίβεια στις εκτιμήσεις, εφαρμοσιμότητα των συμπερασμάτων … Διαφορετικά απ’ότι στην οικονομία, όπου δόθηκε έμφαση στις γενικεύσεις και τις αρχές, η οικονομική γεωγραφία στάθηκε λίγο στην θεωρία και πάρα πολύ στα γεγονότα ” ( Ballabon, 1957 ).
Αν και ακόμα σήμερα τα σχόλια του Ballabon ισχύουν για έναν ορισμένο αριθμό γεωγράφων, η κυρίαρχη θέση είναι πολύ διαφορετική : το ενδιαφέρον μεταφέρθηκε από το πώς χωροθετούνται τα οικονομικά φαινόμενα, στο γενικότερο πρόβλημα του γιατί τα φαινόμενα αυτά χωροθετούνται και οργανώνονται μ’ έναν ορισμένο τρόπο. ( Golledge e Amadeo, 1968). Κεντρικό σημείο είναι η έρευνα μιας εξήγησης των τάσεων και των γενικών προτύπων χωροθέτησης περισσότερο, παρά η περιγραφή της κάθε περίπτωσης. Αυτός ο τρόπος προόδου συνάδει και με τους επιστημονικούς σκοπούς γενικότερα. Σύμφωνα με τον Lewin, η επιστήμη χωρίς τη θεωρία είναι ουσιαστικά τυφλή, ή, με άλλα λόγια, “ η δομή ( ή θεωρία ) είναι ουσιαστική αν θέλουμε να συσχετίσουμε και να ολοκληρώσουμε πραγματικά τις παρατηρήσεις μας σε κάθε πεδίο γνώσης. Χωρίς μια δομή ολοκλήρωσης, οι πληροφορίες μένουν ένα αποσπασματικό σύνολο. Χωρίς μια οργανωτική δομή , η γνώση είναι μια απλή συλλογή παρατηρήσεων, διαδικασιών και αντιφατικών επεισοδίων ( Forester, 1968 ).
Με βάση αυτή την άποψη, μεγάλο μέρος της τρέχουσας εργασίας των γεωγράφων αφιερώνεται στην κατασκευή θεωριών και προτύπων, μέσω των οποίων προσπαθούν να καταλάβουν καλύτερα το πολυσύνθετο του πραγματικού κόσμου ώστε κατόπιν να είναι σε θέση να προβλέψουν τα μελλοντικά σχήματα και τις συνέπειές τους. Η χρήση των προτύπων στην γεωγραφία ερμηνεύθηκε από μερικούς σαν ένα είδος μυστικού παιχνιδιού που κρατείται για λίγους μυημένους, αλλά, στα πράγματα, η κατασκευή προτύπων – απλοποιημένη παράσταση μιας πιο περίπλοκης κατάστασης – αποτελεί μέρος της καθημερινής μας ζωής. Τα πρότυπα μας βοηθάνε να φέρουμε τον κόσμο στην δική μας κλίμακα και μας επιτρέπουν μ’ αυτόν τον τρόπο να μελετήσουμε καταστάσεις αρκετά πιο σύνθετες. Μας συμβαίνει συχνά να απλοποιήσουμε μια κατάσταση επικεντρώνοντας μόνο στα σημαντικότερα στοιχεία και να δράσουμε στη συνέχεια σύμφωνα με αυτό το “ πρότυπο ”.
Η κατασκευή προτύπων είναι εκ των πραγμάτων ένα βασικό μέρος της διαδικασίας εκμάθησης : τα παιδιά μαθαίνουν παίζοντας με πρότυπα τραίνων ή αυτοκινήτων και χρησιμοποιώντας επίσης “ νοητικά πρότυπα ” του τύπου “ εγώ θα κάνω αυτόν…” ή “ ας πούμε ότι … ”. Ανάλογα, ένας μελετητής θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το φυσικό πρότυπο ενός καναλιού π.χ., για να μελετήσει την απορροή μιας μάζας νερού μεταβλητού όγκου και ταχύτητας. Αλλά θα μπορούσαμε ακόμη να διατυπώσουμε ένα νοητικό πρότυπο της συμπεριφοράς ενός αερίου υπό πίεση χρησιμοποιώντας μόνο μαθηματικά σύμβολα. Οποιονδήποτε τύπο προτύπου και να χρησιμοποιήσουμε, ο τελικός στόχος μένει ίδιος : να εμβαθύνουμε την γνώση μας για τα σύνθετα αντικείμενα και φαινόμενα.
Στην κατασκευή προτύπων ερευνάται η αναπαραγωγή των σημαντικότερων στοιχείων μιας δεδομένης κατάστασης σε συνθήκες εύκολα ελεγχόμενες. Για τον επιστήμονα που δουλεύει στο εργαστήριο, το πρόβλημα είναι σχετικά απλό, καθώς μπορεί να διατηρήσει σταθερή μια ορισμένη κλίμακα συνθηκών, επικεντρώνοντας σε μία ή λίγες μεταβλητές. Για τον μελετητή των κοινωνικών επιστημών, το πρόβλημα είναι άπειρα περιπλοκότερο καθώς δεν είναι σε θέση να ελέγξει τις ανθρώπινες ενέργειες εκτός από σπάνιες και περιορισμένες περιπτώσεις. Αυτός λοιπόν πρέπει να ερευνήσει και να φανταστεί τι θα συνέβαινε αν ορισμένες συνθήκες επαληθευόταν. Με άλλα λόγια, θέτει έναν ορισμένο αριθμό απλοποιημένων υποθέσεων. Για παράδειγμα, ένας οικονομολόγος, για να κατανοήσει τις διακυμάνσεις της ζήτησης, μπορεί ν’ αρχίσει υποθέτοντας ότι έχουμε όλοι το ίδιο εισόδημα, τα ίδια γούστα και κλίνουμε να ξοδεύουμε ένα μέρος αναλογικά όμοιο του εισοδήματός μας για το ίδιο αγαθό. Δεδομένων των περιορισμών αυτών, η ποσότητα της ζητούμενης ποσότητας θα εξαρτηθεί από την τιμή του αγαθού : αν η τιμή είναι ψηλή, η ζήτηση θα είναι περιορισμένη, αλλά θα αυξηθεί με την μείωση της τιμής. Από τη στιγμή που κατανοείται αυτή η όψη του προβλήματος, ο οικονομολόγος μπορεί να λάβει υπόψη του την δράση κι άλλων μεταβλητών, όπως το γούστο του καταναλωτή και το ύψος του εισοδήματός του. Αυτός φυσικά είναι μόνο ένας από τους τύπους των προτύπων που μπορούμε να σκεφτούμε, αλλά χρησιμοποιείται πολύ όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο.
Ένα από κύρια πλεονεκτήματα της κατασκευής προτύπων είναι ότι, ακόμα κι αν κανένα από αυτά δεν μπορεί να αναπαραστήσει με ακρίβεια την πραγματικότητα, η ίδια η κατασκευή μπορεί να μας βοηθήσει όχι μόνο στην άμεση κατανόηση ενός προβλήματος αλλά και στην τοποθέτηση των κατάλληλων ερωτημάτων με στόχο την βελτίωση της γενικής μας γνώσης. Συγκρίνοντας ένα πρότυπο μ’ εκείνο το τμήμα της πραγματικότητας που αναπαριστάνει, συχνά βρίσκουμε ενδείξεις που θα μας φανούν χρήσιμες για την οργάνωση μελλοντικών ερευνών. Αλλά αυτό επιτυγχάνεται μόνο αν το πρότυπο υπόκειται σε αυστηρούς ελέγχους.
Η κατασκευή και η επαλήθευση των θεωριών και των προτύπων απαιτεί ακρίβεια. Στην ακρίβεια αυτή φθάνουμε γρηγορότερα μέσω της μαθηματικής γλώσσας κι αυτός είναι ο λόγος που η γεωγραφία, όμοια με άλλες κοινωνικές επιστήμες, άρχισε να ενδιαφέρεται για την “ ποσοτικοποίηση ” της χρήσης στατιστικο - μαθηματικών τεχνικών. Υπήρξαν αναπόφευκτες υπερβολές και καταχρήσεις των τεχνικών αυτών, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα στάδια, όπως αποκαλύπτεται από τις συχνά βίαιες μεθοδολογικές συζητήσεις των χρόνων του 50, αλλά ακόμα σήμερα, η αξία r και οι δοκιμές t, η εξίσωση υποχώρησης και “ οι περιορισμοί εμπιστοσύνης ” είναι αποδεκτές σαν τμήμα βασικής διαμόρφωσης ενός γεωγράφου, έχουν την αξία των τοπογραφικών χαρτών και των καταγραφών επί τόπου, είναι όλα βασικά εργαλεία που διευρύνουν τη γνώση μας για τα πρότυπα και τις χωρικές διαδικασίες.
Μέχρι τώρα χρησιμοποιήσαμε τον όρο “ σύστημα ” χωρίς να μας απασχολεί ο ορισμός του. Πράγματι, είναι μία από τις λέξεις που χρησιμοποιούνται αφηρημένα στην καθομιλουμένη : για παράδειγμα είναι κανονικό να γίνεται λόγος για επανάσταση ή αντίδραση έναντι του “ συστήματος ”. Αλλά η έννοια του συστήματος, εκτός απ’ ότι έχει ένα ακριβές επιστημονικό νόημα, έχει καταστεί και το κεντρικό σημείο ενός νέου διεπιστημονικού δόγματος, γνωστού σαν γενική θεωρία των συστημάτων. Υπάρχει κάποια διαφωνία για την αξιοπιστία αυτού του δόγματος αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η έννοια του συστήματος είναι πολύ σημαντική για την καλύτερη κατανόηση του κόσμου που ζούμε. Μέχρι τώρα, η χρήση της ανάλυσης των συστημάτων είχε μικρή ανάπτυξη στην γεωγραφική φιλολογία αλλά φαίνεται ότι οι αμφιβολίες για την αυξανόμενη σημασία της είναι λίγες. Αυτό οφείλεται όχι μόνο στο ενδιαφέρον της από καθαρά ακαδημαϊκή άποψη, για παράδειγμα την ευκολότερη επικοινωνία με μελετητές άλλων επιστημών, αλλά και για τις δυνατότητες των πρακτικών εφαρμογών της καθώς και την σημασία της για την επίλυση πολλών προβλημάτων.
Οι έννοιες της ανάλυσης συστημάτων έχουν ήδη αναγνωρισθεί σε ακαδημαϊκό επίπεδο, στις επιστήμες συμπεριφοράς π.χ., αλλά και στο πρακτικό επίπεδο δεν λείπουν οι εφαρμογές. Αναλυτές συστημάτων, μελετητές κυβερνητικής και ερευνητές δράσης απασχολούνται σήμερα σ’ όλους τους κλάδους της βιομηχανίας και του εμπορίου, στην διοίκηση και σε άλλες σφαίρες δραστηριοτήτων. Μεγάλες βιομηχανικές οργανώσεις απασχολούν κατά καιρούς ειδικούς συστημάτων για ν’ αναλύσουν και να βελτιώσουν την επάρκεια των δράσεών τους και σ’ ένα μέτρο που συνεχώς αυξάνεται, τον προγραμματισμό μεγάλων αστικών συγκεντρώσεων - ειδικότερα σ’ ότι αφορά τον τομέα των μεταφορών – που διατυπώνονται με παραμέτρους συστήματος.
Ας δούμε λοιπόν τα συστήματα από πιο κοντά. Τι είναι ένα σύστημα, ειδικότερα στο περιεχόμενο της οικονομικής γεωγραφίας ; Ένας από τους γενικούς ορισμούς που αναφέρεται συχνότερα είναι ο εξής : “ ένα σύνολο αντικειμένων και οι σχέσεις μεταξύ των αντικειμένων αυτών και των χαρακτηριστικών τους ” ( Hall & Fagen, 1956 ). Τα “ αντικείμενα ” του οικονομικού συστήματος είναι όλες εκείνες οι δραστηριότητες και οι θεσμοί που παίζουν ένα ρόλο στην λειτουργία της οικονομίας, για παράδειγμα τα αγροκτήματα και τα ορυχεία στον πρωτογενή τομέα, τα εργοστάσια στον μεταποιητικό τομέα και τέλος τα μαγαζιά και τα γραφεία στον τριτογενή. Σ’ ένα ανώτερο επίπεδο συγκέντρωσης, τα αντικείμενα του οικονομικού συστήματος είναι οι πόλεις διαφόρου μεγέθους γύρω από τις οποίες, σε τελική ανάλυση, επικεντρώνονται πολλές οικονομικές δραστηριότητες. Οι “ σχέσεις ” μεταξύ των αντικειμένων είναι οι σύνδεσμοι που δένουν το σύστημα. Πράγματι, αυτή είναι η κρίσιμη παράμετρος κάθε συστήματος : τα αντικείμενα που δεν συνδέονται δεν αποτελούν σύστημα. Στο οικονομικό σύστημα, αγροκτήματα, εργοστάσια, μαγαζιά και γραφεία συνδέονται με ροές πρώτων υλών, ημιεπεξεργασμένων, τελικά προϊόντα, πρόσωπα, μηνύματα, πληροφορίες κ.τ.λ. Θα πούμε λοιπόν ότι οι οικονομικές δραστηριότητες και οι συνδέσεις τους αποτελούν ένα οικονομικό σύστημα.
Προφανώς, έχουν και μια φυσική έκφραση ( κατασκευές, δρόμοι, τηλεφωνικές γραμμές κ.τ.λ. ) αλλά αυτές καθαυτές οι φυσικές δομές δεν είναι το σύστημα : είναι οι ανθρώπινες δραστηριότητες και οι δεσμοί τους που το καθιστούν σύστημα. Ας δούμε σαν παράδειγμα την περίπτωση μιας “ πόλης φάντασμα ” μιας εγκαταλελειμμένης περιοχής ορυχείων : συχνά παραμένουν οι φυσικές δομές – ξενοδοχεία, σπίτια, καφενεία, τηλεγραφείο, εργαστήρια τεχνητών, γραφεία της βιομηχανίας εξόρυξης – αλλά δεν αποτελούν σύστημα καθώς οι δραστηριότητες από τις οποίες προερχόταν αυτές οι δομές έχουν εκλείψει.
Θάπρεπε λοιπόν νάναι ξεκάθαρο, απ’ όσα είπαμε, ότι ένα από τα πλεονεκτήματα της θεώρησης του κόσμου με όρους συστήματος συνίσταται στο γεγονός ότι αναδεικνύονται η ενότητα και η αλληλεξάρτηση ανάμεσα στις συνιστώσες του συστήματος. Μερικές φορές, αυτοί που αρνούνται την χρησιμότητα της εισαγωγής των συστημάτων στη γεωγραφία υποστηρίζουν ότι οι γεωγράφοι είχαν ανέκαθεν μια ανάλογη άποψη, ιδιαίτερα στις μελέτες τους για τις περιοχές κι ότι δηλαδή δεν είναι ανάγκη να γίνει εισαγωγή της ορολογίας της ανάλυσης των συστημάτων. Είναι αλήθεια ότι μερικοί γεωγράφοι ενδιαφέρθηκαν για την λειτουργική αλληλεξάρτηση και προσπάθησαν να ξεχωρίσουν λειτουργικές περιοχές ( π.χ. τις κοντινές στα αστικά κέντρα ) αλλά πολλές άλλες περιοχές στις οποίες οι γεωγράφοι έδωσαν ταυτότητα δεν ήταν αυτού του τύπου. Η έννοια του συστήματος αντίθετα, επικεντρώνει ξεκάθαρα την προσοχή στις λειτουργικές αλληλεξαρτήσεις με όρους ροής και δηλαδή είναι έννοια σημαντικού ενδιαφέροντος για τον γεωγράφο. Αυτό είναι ιδιαίτερα πραγματικό αν λάβουμε υπόψη τις μεταβολές ορισμένων φαινομένων καθώς είναι προφανές ότι μια μεταβολή που επέρχεται σ’ ένα τμήμα του συστήματος θα έχει αντίκτυπους και στα άλλα του τμήματα.
Ένα δεύτερο πλεονέκτημα της έννοιας του συστήματος είναι ότι έχει εφαρμογή σ’ όλα τα επίπεδα ανάλυσης, από την μικροκλίμακα στην μακροκλίμακα και σε όλους τους τύπους φαινομένων, “ από τα ατομικά σωματίδια στα άτομα, τα μόρια, τους κρυστάλλους, τους ιούς, τα κύτταρα, τα όργανα, τους ανθρώπους, τις μικρές ομάδες, τις κοινωνίες, τους πλανήτες, τα ηλιακά συστήματα και τους γαλαξίες ” ( Miller 1955 ) : εμείς, σαν γεωγράφοι, ενδιαφερόμαστε ιδιαίτερα για την “ μεσοκλίμακα ”. Στο ειδικό περιεχόμενο του βιβλίου αυτού μπορούμε να δούμε μια τοπική βιομηχανική μονάδα σαν σύστημα αλλά η ίδια μονάδα θα μπορούσε να είναι μόνο ένα μέρος μιας επιχείρησης η οποία, με τη σειρά της, είναι ένα υποσύστημα μιας βιομηχανικής ομάδας.
Αυτός ο τρόπος να βλέπουμε διαφορετικά επίπεδα συστημάτων οδηγεί σε μια άλλη σημαντική έννοια : το περιβάλλον ενός συστήματος. Όλα τα ανοιχτά συστήματα υπάρχουν και αλληλεπιδρούν στο περιεχόμενο ενός εξωτερικού περιβάλλοντος. Σε όρους διατύπωσης, “ για ένα δεδομένο σύστημα, το περιβάλλον είναι το σύνολο όλων των αντικειμένων των οποίων οι μεταβολές επηρεάζουν το σύστημα κι ακόμη, εκείνων των αντικειμένων των οποίων τα χαρακτηριστικά μεταβάλλονται από το σύστημα ” ( Hall & Fagen, 1956 ). Με τον τρόπο αυτό, το περιβάλλον για το οικονομικό σύστημα αποτελείται από την κοινωνία : σύνολο του οποίου αποτελεί το ίδιο τμήμα. Η ζήτηση που δημιουργείται από την κοινωνία επηρεάζει την συμπεριφορά του οικονομικού συστήματος και το αντίστροφο. Για μια επιχείρηση, το περιβάλλον συνίσταται από όλα εκείνα τα στοιχεία που επηρεάζουν την συμπεριφορά της, συμπεριλαμβάνοντας τις άλλες επιχειρήσεις, την ζήτηση των καταναλωτών, τις δραστηριότητες της δημόσιας διοίκησης και την νομοθεσία.
Η ιδέα της αλληλεπίδρασης ενός συστήματος με το περιβάλλον του είναι βασική για την κατανόηση της συμπεριφοράς, της ανάπτυξης και της επιβίωσης οποιουδήποτε ανοιχτού συστήματος. Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα εργοστάσιο παραγωγής έτοιμου ενδύματος, θεωρώντας το ένα ιδιαίτερο τύπο συστήματος. Για να παράγει τα ρούχα, το εργοστάσιο πρέπει να συγκεντρώσει μια ποικιλία από input : υφάσματα διαφόρων ειδών, κλωστή, μηχανές, ηλεκτρική ενέργεια, εξειδικευμένο προσωπικό. Αλλά το σημαντικότερο είναι να υπάρχει ένα επαρκές επίπεδο ζήτησης για τα ρούχα που παράγει. Τα input αυτά πρέπει να εισαχθούν από διάφορες εξωτερικές πηγές – το περιβάλλον – και αφού ενωθούν και με την επεξεργασία μεταβληθούν σε ρούχα ( output ), εξάγονται εκ νέου στο περιβάλλον, δηλαδή πωλούνται στο χονδρεμπόριο ή στην λιανική και τελικά στους καταναλωτές. Η πώληση των output αυτών καθιστά εκ των πραγμάτων δυνατή την ύπαρξη του εργοστασίου καθώς της προμηθεύει τα μέσα για την αγορά νέων input κι έτσι η διαδικασία συνεχίζεται με κυκλικό τρόπο.
Από μια γενική λοιπόν άποψη, υπάρχει μια κυκλική ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ ενός συστήματος και του περιβάλλοντός του : ένα σύστημα για να επιβιώσει πρέπει να εισάγει επαρκή ενέργεια για να αντιμετωπίσει τις τακτικές κι έκτακτες ανάγκες του. Ανατρέχοντας στο προηγούμενο παράδειγμα, το εργοστάσιο έτοιμης ένδυσης θα πρέπει να συγκεντρώσει περισσότερη ενέργεια υπό μορφή κεφαλαίου ( ρευστό και πάγιο ) για να εξασφαλίσει την επιβίωση και την ανάπτυξή του.
Προφανώς, οι σχέσεις με το περιβάλλον μεταβάλλονται συνεχώς. Γι’ αυτό, το σύστημα πρέπει να είναι σε θέση να τις αναγνωρίσει ώστε να προσαρμόσει την συμπεριφορά του στην συνέχεια : ένα ζωτικό τμήμα της διαδικασίας ροής ενέργειας είναι πράγματι η αναρροή ( feedback ) πληροφοριών από το περιβάλλον. Οι πληροφορίες που αφορούν τα προσόντα του συστήματος αποτελούν την βάση πάνω στην οποία το σύστημα αντιδρά στις μεταβολές : χωρίς αυτή την ικανότητα προσαρμογής είναι αδύνατο για ένα σύστημα να επιβιώσει για πολύ εκτός κι αν συμβεί τυχαία. Φυσικά, η προσαρμογή επαληθεύεται σε σχέση με τους στόχους που έχει θέσει το σύστημα, στόχοι που είναι χαρακτηριστικοί όλων των ανθρώπινων κοινωνικών συστημάτων. Μια επιχείρηση μπορεί να στοχεύει στην μεγιστοποίηση του κέρδους ή την κάλυψη μιας μεγαλύτερης αγοράς. Σε όρους ανάπτυξης μιας περιοχής, μια κυβέρνηση μπορεί να στοχεύει στην εξάλειψη των τοπικών εργασιακών ανισοτήτων ή των ανισοτήτων του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Η αναρροή λοιπόν μπορεί να είναι αρνητική ή θετική : η αρνητική αναρροή για παράδειγμα, δείχνει ότι υπάρχει ανάγκη διόρθωσης που θα κατευθύνει το σύστημα προς τον στόχο του. Τα συστήματα που επιβιώνουν σ’ ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον και που είναι σε θέση να διατηρήσουν ένα δυναμικό ισοζύγιο μεταξύ input και output λέγεται ότι βρίσκονται σε κατάσταση ισορροπίας. Ένα σύστημα που μακροπρόθεσμα προσαρμόζεται σ’ ένα περιβάλλον που μεταβάλλεται συνεχώς, τείνει να μεταβάλλει την δομή του κι αυτή είναι μια ουσιαστική προϋπόθεση για την επιβίωσή του. Για παράδειγμα, αν νέες τεχνολογικές βελτιώσεις είναι επαναστατικές για μια παραγωγική διαδικασία, όλες οι βιομηχανίες που δεν θα προσαρμοστούν σ’ αυτές θα βρεθούν πιθανότατα εκτός αγοράς λόγω της αυξημένης ανταγωνιστικότητας από την πλευρά εκείνων που παράγουν με μικρότερα κόστη. Η ίδια η ανάπτυξη του συστήματος, που μπορεί να θεωρηθεί ένας ιδιαίτερος τύπος μεταβολής, οδηγεί αναπόφευκτα σε δομικές αλλαγές : καθώς μεγαλώνει ένα σύστημα, η μορφή του γίνεται πιο σύνθετη και μπορούν να αναπτυχθούν εξειδικευμένες λειτουργίες που επιτρέπουν στο νέο και ευρύτερο σύστημα να λειτουργήσει. Η έννοια του συστήματος λοιπόν προϋποθέτει την πληρότητα, την αλληλεξάρτηση και τις αμοιβαίες σχέσεις τόσο στο εσωτερικό του όσο κι εκείνες μεταξύ αυτού και του περιβάλλοντός του.
Μ’ ένα σχήμα μπορούμε να δείξουμε τα πρωταρχικά στοιχεία ενός σύνθετου οικονομικού συστήματος μαζί με τις διάφορες εξειδικευμένες δομές υποστήριξης, κατάλληλες να το θέσουν σε λειτουργία. Οι δομές διεύθυνσης ασχολούνται με την αναγκαία οργάνωση και τον έλεγχο όλων των λειτουργιών του συστήματος. Οι δομές συντήρησης τείνουν να διασφαλίσουν την σταθερότητα του συστήματος, εξασφαλίζοντας κατά το περισσότερο δυνατό την σταθερότητα ροής εισόδου των πρώτων υλών, του κεφαλαίου, της εξειδικευμένης εργασίας, όπως επίσης και την καλή λειτουργία των εγκαταστάσεων και την προσαρμογή του υποσυστήματος της παραγωγής στις ανάγκες της αγοράς. Οι δομές προσαρμογής προβάλλουν την λειτουργία συντήρησης στο μέλλον, διακρίνοντας τα νέα προβλήματα και προετοιμάζοντας τις λύσεις τους, αναπτύσσοντας νέες και επαρκέστερες εγκαταστάσεις, προλαμβάνοντας τις μεταβολές της αγοράς. Στο πλαίσιο του κύριου πολύπλοκου συστήματος, επαναλαμβάνονται σε κάθε επίπεδο οι ίδιες βασικές δομές, γεγονός που τονίζει την εφαρμοσιμότητα της έννοιας του συστήματος σε κάθε κλίμακα ανάλυσης.
Στο βιβλίο αυτό, η προσοχή μας επικεντρώθηκε καταρχήν στα στοιχεία της παραγωγής, όπως παρουσιάζονται στα ανεπτυγμένα οικονομικά συστήματα, δηλαδή στην χωροθέτηση των παραγωγικών μονάδων και στις ροές των input και των output . Το βασικό πρόβλημα όμως είναι η εύρεση ενός αρχικού σημείου για την μελέτη μας καθώς, όπως είδαμε, η κυκλική φύση του συστήματος συνεπάγεται την ανυπαρξία ενός φυσικού σημείου ρήξης. Τα οικονομικά συστήματα βρίσκονται σταθερά σε ρευστή κατάσταση και λόγω της στενά συσχετισμένης δομής τους, μια μεταβολή που επέρχεται σ’ ένα οποιοδήποτε τμήμα του συστήματος θα ενδιαφέρει, λίγο – πολύ άμεσα, άλλα του τμήματα, ακριβώς όπως, πετώντας ένα βότσαλο στο νερό, έχουμε την μεγαλύτερη αντίδραση στο σημείο που βρίσκεται πιο κοντά στο βότσαλο αλλά έχουμε αντίκτυπους και μακρύτερα. Ας υποθέσουμε για παράδειγμα ότι ένα άτομο αποφασίζει να εγκαταστήσει ένα εργοστάσιο για πρώτη φορά. Η απόφαση αυτή θα προκαλέσει μια αλυσιδωτή αντίδραση στην ζήτηση : πρέπει να αγοράσει τη γη για το εργοστάσιο, τους εξοπλισμούς και τις μηχανές, τις πρώτες ύλες, να προσλάβει εργαζόμενους. Οι προμηθευτές αυτών των input θα δουν να μεγαλώνει το εισόδημά τους, που με την σειρά τους θα ξαναμπούν εν μέρει στον κύκλο του συστήματος υπό την μορφή των εξόδων που θα κάνουν για αγορές άλλων αγαθών και υπηρεσιών. Αντίθετα, αν μια βιομηχανία κλείσει, θα έχουμε επιπτώσεις πάνω σε άλλες δραστηριότητες και ανθρώπους. Για να επιβιώσει, μια νέα δραστηριότητα πρέπει να συναγωνιστεί με άλλους παραγωγούς όμοιων αγαθών ώστε να κερδίσει ένα επαρκές μερίδιο αγοράς κι αυτό αφορά όχι μόνο την παραγωγή ενός αγαθού μιας δεδομένης ποσότητας και τιμής αλλά και την επιλογή της κατάλληλης εγκατάστασης.
Αν θεωρήσουμε το οικονομικό σύστημα στον χρόνο σαν μια συνεχή διαδικασία γέννησης και θανάτου δραστηριοτήτων και επιχειρήσεων, την αύξηση μερικών απ’ αυτών και την παρακμή άλλων, μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα για το περίπλοκο του προβλήματος. Δεν υπάρχει μόνο μια διαφορική αύξηση στον χρόνο, αλλά και στον χώρο : μερικές περιοχές χαρακτηρίζονται από υψηλό επίπεδο αύξησης των δραστηριοτήτων που υπάρχουν κι από την γέννηση νέων πρωτοβουλιών, ενώ άλλες περιοχές προκύπτουν στάσιμες ή σε παρακμή. Αναμφίβολα, ένα από τα πιο πιεστικά προβλήματα της σημερινής κοινωνίας, που αφορά ακόμη και τις πιο πλούσιες χώρες της βόρειας Αμερικής και της δυτικής Ευρώπης, είναι εκείνο της χωρικής διαφοροποίησης της ευζωίας και της ευημερίας.
Είναι ξεκάθαρο ότι μια κατάσταση τόσο σύνθετη όπως αυτή μπορεί να αντιμετωπισθεί με διάφορους τρόπους. Δεν υπάρχει μια ενιαία μέθοδος επειδή, όπως είπαμε, δεν υπάρχει ένα ιδιαίτερο σημείο από το οποίο μπορούμε να ξεκινήσουμε την μελέτη του συστήματος.
Προχωρούμε συμπερασματικά, σταδιακά, εξετάζοντας το πώς οι οικονομικές δραστηριότητες θα μπορούσαν να χωροθετούνται, έχοντας μερικές βασικές παραδοχές, αφαιρώντας διαδοχικά τις περιοριστικές συνθήκες για να πλησιάσουμε περισσότερο την πραγματικότητα χωρίς να τυφλωνόμαστε από το περίπλοκο που την χαρακτηρίζει. "
Peter E. Lloyd and Peter Dicken, Location in space. A Theoretical Approach to Economic Geography, Harper & Row Publishers, Inc, N.Y., USA, Franco Angeli Editore 1986
Μετάφραση από τα Ιταλικά : Σοφία Πάνου, Μάϊος 2005
Όταν βρήκα το βιβλίο αυτό ήμουν ακόμη φοιτήτρια. Κι όταν το διάβασα μπόρεσα στη συνέχεια να ταξινομήσω σωστά έναν ωκεανό στοιχείων που είχα συγκεντρώσει για την έρευνα της πτυχιακής μου εργασίας. Από τότε, η έννοια του συστήματος είναι η αγαπημένη μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: